ηθικοκρατικός

ηθικοκρατικός
-ή, -ό [ηθικοκρατία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθικοκρατία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”